λινεύω: Difference between revisions

23
(6_1)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐνεύω''': [[ἁλιεύω]], «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.
|lstext='''λῐνεύω''': [[ἁλιεύω]], «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[λινεύω]] (Α) [[λίνον]]<br />[[συλλαμβάνω]] με τα δίχτια, [[αλιεύω]], [[ψαρεύω]].
}}
}}