λιποταξία: Difference between revisions

23
(Bailly1_3)
(23)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποταξία]];<br />désertion d’un poste.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λιποτακτέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>mieux que</i> [[λειποταξία]];<br />désertion d’un poste.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λιποτακτέω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λιποταξία]]) [[λιποτάκτης]]<br />η αυθαίρετη [[εγκατάλειψη]] τών τάξεων του στρατού («λιποταξίαν καὶ στρατείας ἀπόδρασιν», Δημ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (Στρ. Π.Κ.) [[έγκλημα]] που διαπράττει [[στρατιωτικός]] όταν εγκαταλείπει [[χωρίς]] [[άδεια]] τον [[τόπο]] στον οποίο έχει διαταχθεί να παραμείνει ή όταν υπερβαίνει τα χρονικά όρια της άδειάς του<br /><b>2.</b> [[εγκατάλειψη]] συναγωνιστών σε μια [[κοινή]] [[προσπάθεια]] ή σε έναν ιδεολογικό αγώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> η [[μετά]] θάνατον [[διάσπαση]] τών προσαρμοσμένων [[μερών]] του σώματος («[[διάλυσις]] τῶν ἐν τῷ ζῴῳ πάντων καὶ [[λιποταξία]] συμβαίνει», Ανατολ.).
}}
}}