λοίδορος: Difference between revisions

23
(T22)
(23)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=λοιδόρου, ὁ, a railer, reviler: [[Euripides]], (as adjective), [[Plutarch]], others.)  
|txtha=λοιδόρου, ὁ, a railer, reviler: [[Euripides]], (as adjective), [[Plutarch]], others.)  
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λοίδορος]], -ον)<br />[[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]], [[χλευαστικός]] («ὁ [[κῶμος]] λοίδορόν τ' ἔριν φιλεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λοίδορος]]<br />ο [[υβριστής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λοίδορον</i><br />η [[λοιδορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λοιδόρως]] (Α)<br />με υβριστικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοιδορώ]], με υποχωρτ. [[παραγωγή]]].
}}
}}