λουτηρίδιον: Difference between revisions

23
(6_22)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λουτηρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λουτήρ]], Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 190.
|lstext='''λουτηρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λουτήρ]], Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 190.
}}
{{grml
|mltxt=[[λουτηρίδιον]], τὸ (Α) [[λουτήρ]]<br />[[μικρός]] [[λουτήρας]].
}}
}}