λυκίσκος: Difference between revisions

23
(6_4)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυκίσκος''': «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον [[τροχαλία]], [[τρῆμα]] δὲ μόνον» Ἡσύχ.
|lstext='''λυκίσκος''': «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον [[τροχαλία]], [[τρῆμα]] δὲ μόνον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λυκίσκος]]) [[λύκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων [[φυτών]] δικότυλων [[φυτών]] humulus που ανήκουν στην [[οικογένεια]] κανναβίδες, οι κώνοι ενός είδους του οποίου χρησιμοποιούνται στη [[ζυθοποιία]] και στη [[φαρμακοποιία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ μὴ ἔχουσα ἀξονίσκον [[τροχαλία]], [[τρῆμα]] δὲ μόνον ἢ [[ἄνοδος]] δόματος».
}}
}}