λόφουρος: Difference between revisions

23
(6_15)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λόφουρος''': -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων λοφωτήν, δασείαν οὐράν· λόφουρα καλοῦντα τὰ ζῷα τὰ ἔχοντα δασεῖαν, «φουντωτὴν» οὐράν, [[οἷον]] ὁ [[ἵππος]], ὁ [[ὄνος]], ὁ [[ἡμίονος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 7, π. Ζ. Γενέσεως 3. 5, 4, κ. ἀλλ. 2) λόφουρον φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]] φορτηγὸν [[ζῷον]] ἔν τινι ἐπιγραφῇ Ρόδ. ἐν Trans. Of Roy. Soc. Of Lit. xi. σ. 3, 9 (νέα [[σειρά]]).
|lstext='''λόφουρος''': -ον, (οὐρὰ) ὁ ἔχων λοφωτήν, δασείαν οὐράν· λόφουρα καλοῦντα τὰ ζῷα τὰ ἔχοντα δασεῖαν, «φουντωτὴν» οὐράν, [[οἷον]] ὁ [[ἵππος]], ὁ [[ὄνος]], ὁ [[ἡμίονος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 6, 7, π. Ζ. Γενέσεως 3. 5, 4, κ. ἀλλ. 2) λόφουρον φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]] φορτηγὸν [[ζῷον]] ἔν τινι ἐπιγραφῇ Ρόδ. ἐν Trans. Of Roy. Soc. Of Lit. xi. σ. 3, 9 (νέα [[σειρά]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[λόφουρος]] και λοφοῡρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φουντωτή [[ουρά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ λόφουρα</i><br />α) τα ζώα που έχουν πυκνή [[χαίτη]] και φουντωτή [[ουρά]], όπως ο [[ίππος]], ο όνος και ο [[ημίονος]]<br />β) τα υποζύγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ίππ</i>-<i>ουρος</i>].
}}
}}