μακρόπνοος: Difference between revisions

23
(6_19)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρόπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.
|lstext='''μακρόπνοος''': -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[μακρόπνους]].
}}
}}