3,241,298
edits
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />collier d’or des Perses, des Celtes.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien ; cf. [[γαυνάκης]], [[ἀκινάκης]], [[μανδάκης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />collier d’or des Perses, des Celtes.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien ; cf. [[γαυνάκης]], [[ἀκινάκης]], [[μανδάκης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μανιάκης]], ὁ (ΑM)<br />χρυσό [[κόσμημα]] που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες [[γύρω]] από τον τράχηλο ή [[γύρω]] από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />χρυσό [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[δάνειο]] από τη Γαλατική. Ωστόσο, η [[αντιστοιχία]] στο [[επίθημα]] -<i>άκης</i> με τα <i>γαυν</i>-<i>άκης</i>, <i>μανι</i>-<i>άκης</i> οδηγεί στο να θεωρηθεί η λ. [[δάνειο]] από την Ιρανική και να αναχθεί σε ινδοιρανική [[ρίζα]] <i>mani</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>moni</i>- που μαρτυρείται στο λατ. <i>mon</i><i>ī</i><i>le</i> «[[περιδέραιο]]», <b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>zar</i><i>ә</i><i>nu maini</i> «χρυσό [[περιδέραιο]]»)]. | |||
}} | }} |