μάρσιπος: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />sac, valise, bourse.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> marsupium.
|btext=ου (ὁ) :<br />sac, valise, bourse.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> marsupium.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μάρσιπος]] και [[μάρσιππος]])<br />[[σάκος]] από [[δέρμα]] ή στερεό ύφασμα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[θύλακος]] που φέρουν θηλυκά ζώα διαφόρων ειδών για τη [[μεταφορά]] τών νεογνών τους<br /><b>2.</b> [[βαλίτσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπλασμα]]<br /><b>2.</b> [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ξένη λ., πιθ. ασιατικής προέλευσης. Η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για [[δάνειο]] από την Ιρανική (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. περσ. <i>mars</i><i>ū</i>- «[[κοιλιά]]») δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}