ματαιόκομπος: Difference between revisions

24
(6_18)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰταιόκομπος''': -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, [[κενόδοξος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.
|lstext='''μᾰταιόκομπος''': -ον, ὁ ματαίως κομπάζων, ἀλαζών, [[κενόδοξος]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 589.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιόκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[μάταια]] υπερηφανεύεται, [[αλαζόνας]], [[κενόδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γλωσσό</i>-<i>κομπος</i>, <i>μελί</i>-<i>κομπος</i>)].
}}
}}