μεγαλοκοίλιος: Difference between revisions

24
(6_17)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοκοίλιος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας (τῆς καρδίας) τὰς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 30· ― ἐν τοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Γαλην. μεγαλόκοιλος.
|lstext='''μεγᾰλοκοίλιος''': -ον, ὁ ἔχων μεγάλας (τῆς καρδίας) τὰς κοιλίας, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 4, 30· ― ἐν τοῖς Ἀντιγρ. τοῦ Γαλην. μεγαλόκοιλος.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοκοίλιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες τις κοιλίες της καρδιάς<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μεγάλες εντερικές αύλακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νευρο</i>-<i>κοίλιος</i>, <i>σκληρο</i>-<i>κοίλιος</i>)].
}}
}}