μειωτός: Difference between revisions

24
(6_11)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,
|lstext='''μειωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,
}}
{{grml
|mltxt=[[μειωτός]], -ή, -όν (Α) [[μειώ]]<br />αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται [[μείωση]].
}}
}}