μελανόφθαλμος: Difference between revisions

24
(6_18)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνόφθαλμος''': -ον, ὁ μέλανας ἔχων ὀφθαλμούς, μαυρομμάτης, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 1. 17.
|lstext='''μελᾰνόφθαλμος''': -ον, ὁ μέλανας ἔχων ὀφθαλμούς, μαυρομμάτης, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 1. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑM [[μελανόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει μαύρα μάτια, [[μαυρομάτης]] («ἐκλεκτέον μεγαλοφθάλμους, μελανοφθάλμους», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοντ</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}