μελανονεφής: Difference between revisions

24
(6_7)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελᾰνονεφής''': -ές, ὁ μέλανα νέφη συνάγων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 412, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[κελαινεφής]].
|lstext='''μελᾰνονεφής''': -ές, ὁ μέλανα νέφη συνάγων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 412, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ [[κελαινεφής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανονεφής]] και [[μελαινονεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρυ</i>-<i>νεφής</i>. <i>Ο</i> τ. <i>μελαινεφής</i> [[κατά]] το [[κελαινεφής]].
}}
}}