μελισσοκόμος: Difference between revisions

24
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελισσοκόμος''': -ον, [[μελισσουργός]], [[μελισσεύς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 131, Ὀππ. Κυν. 4. 275.
|lstext='''μελισσοκόμος''': -ον, [[μελισσουργός]], [[μελισσεύς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 131, Ὀππ. Κυν. 4. 275.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μελισσοκόμος]] και αττ. τ. [[μελιττοκόμος]])<br />αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη [[μελισσοκομία]], [[μελισσοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γηρο</i>-<i>κόμος</i>, <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}