μενέκτυπος: Difference between revisions

24
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενέκτῠπος''': -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.
|lstext='''μενέκτῠπος''': -ον, «ὁ μὴ ψοφοδεὴς» Ἡσύχ., μενέκτυπον Θησέα Βακχυλ. XVI [XVII], 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[μενέκτυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρματό</i>-<i>κτυπος</i>, [[βαρύ]]-<i>κτυπος</i>)].
}}
}}