μεσημβριάζω: Difference between revisions

24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> se reposer vers midi, faire la sieste;<br /><b>2</b> être à midi.<br />'''Étymologie:''' [[μεσημβρία]].
|btext=<b>1</b> se reposer vers midi, faire la sieste;<br /><b>2</b> être à midi.<br />'''Étymologie:''' [[μεσημβρία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσημβριάζω]] και [[μεσημβρίζω]] και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, -άω (Α) [[μεσημβρία]]<br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]] τη [[μεσημβρία]], [[περνώ]] το [[μεσημέρι]], αναπαύομαι [[κατά]] το [[μεσημέρι]] («[[ὥσπερ]] προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον μεσημβρινό, [[μεσουρανώ]].
}}
}}