μεσόβραχυς: Difference between revisions

24
(6_20)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόβραχυς''': ποὺς ἐν τῇ μετρ. ἐκ δύο μακρῶν καὶ βραχείας καὶ δύο μακρῶν, χρόνων [[ἐννέα]], Diom. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σ. 481.
|lstext='''μεσόβραχυς''': ποὺς ἐν τῇ μετρ. ἐκ δύο μακρῶν καὶ βραχείας καὶ δύο μακρῶν, χρόνων [[ἐννέα]], Diom. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σ. 481.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεσόβραχυς]], -υ (Α)<br />(για μετρικούς πόδες) αυτός που αποτελείται από δύο μακρές, μία βραχεία, δύο μακρές συλλαβές, δηλ. --∪--.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βραχύς]].
}}
}}