μηρία: Difference between revisions

25
(6_21)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηρίᾰ''': τά, τὸ ἑν. μηρίον μόνον Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 154Β· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀριστοφ. [[ὡσαύτως]] [[μῆρα]] (ἴδε τὴν λέξ.): ― τὸ ἀπὸ τῶν μηρῶν τῶν θυμάτων ἀποκοπτόμενον [[μέρος]], δηλ. (ἴδε κατωτ.) τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν [[ἅπερ]] κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν ἀφῄρουν διὰ μαχαίρας (ἐκ [[μηρία]] τάμνον), ἐτύλισσον δὲ αὐτὰ ἐντὸς διπλῆς πτυχῆς τοῦ ἐπίπλου (κνίσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες), καὶ ἐπέθετον [[προσέτι]] τεμάχια κρέατος ἐπ’ αὐτῶν (ὠμοθέτησαν Ὀδ. Γ. 458, Ἰλ. Α. 461)· [[ταῦτα]] δὲ [[οὕτως]] ἔχοντα ἐτίθεντο ἐπὶ τοῦ βωμοῦ (ἐπὶ [[μηρία]] θέντες Ἀπόλλωνι Ὀδ. Φ. 267, πρβλ. Γ. 179) καὶ ἐκαίοντο (εἴ ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ [[ἔκηα]] Ἰλ. Α. 40, πρβλ. Ὀδ. Δ. 764, κ. ἀλλ.)· [[ἐντεῦθεν]] πίονα [[μηρία]], τὰ μηριαῖα ὀστᾶ [[μετὰ]] τοῦ στέατος τοῦ ἐπιπλόου (ἐν Θεοκρ. 17. 126, πιανθέντα· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 496, κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά), ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Θ. 240, ὑπάρχει δημὸν καὶ [[μηρία]]· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 335, Θέογν. 1145, ἀγλαὰ [[μηρία]], δύνανται νὰ [[εἶναι]] τὰ παχέα τῶν μηρῶν ὀστᾶ, ἐκτὸς ἂν τὸ ἀγλαὸς θεωρηθῇ [[ἁπλῶς]] ὡς γενικὸν ἐπίθ.· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[κηκὶς]] μηρίων Σοφ. Ἀντ. 1008· τῶν μηρίων ἡ [[κνῖσα]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 193, πρβλ. 1517. Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐθίμου τούτου λέγεται ὅτι εὕρηται ἐν Ἡσ. Θ. 535 κἑξ., 556. ― Ἡ [[διάκρισις]], ἣν ἐποίουν οἱ ἀρχαῖοι Γραμματ. μεταξὺ τοῦ [[μηρία]], τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν, καὶ τοῦ μηροί, αὐτοὶ οἱ μηροὶ [[μετὰ]] τῶν σαρκῶν, κτλ. (ὅρα Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. [[μηρία]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40), ὑπεστηρίχθη ὑπὸ τοῦ Voss ἐν Mythol. Briefe, 2. 303-322. Ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἀντ. 997 (πρβλ. τὸν αὐτὸν εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 496) δὲν παραδέχεται αὐτὴν καὶ λαμβάνει τὸ [[μηρία]] ὡς σημαῖνον τεμάχια κοπτόμενα ἐκ τῶν κρεάτων τῶν μηρῶν· καὶ ὁ Nitzsch εἰς Ὀδ. Γ. 456 ἐγκρίνει τὴν γνώμην ταύτην παρατηρῶν ὅτι, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. λέγει ἀείποτε [[μηρία]] (ἢ [[μῆρα]]) καίειν, [[ὅμως]] ἡ [[φράσις]]: μηροὺς ἐξέταμον, [[εἶναι]] ἐπ’ ἴσης ἐν χρήσει ὡς καὶ τό: ἐκ [[μηρία]] τάμον, Ἰλ. Α. 460, Β. 423, Ὀδ. Μ. 360· ὁ Εὔβουλ. λέγει, τοῖς θεοῖσι... μηρόν... θύετε, ἐν Ἀδήλ. 18. ΙΙ. = μηροί, τὰ «μηρ~ιά», μόνον ἐν Βίωνι 1. 84.
|lstext='''μηρίᾰ''': τά, τὸ ἑν. μηρίον μόνον Ποσειδώνι. παρ’ Ἀθην. 154Β· παρ’ Ὁμ. καὶ Ἀριστοφ. [[ὡσαύτως]] [[μῆρα]] (ἴδε τὴν λέξ.): ― τὸ ἀπὸ τῶν μηρῶν τῶν θυμάτων ἀποκοπτόμενον [[μέρος]], δηλ. (ἴδε κατωτ.) τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν [[ἅπερ]] κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν ἀφῄρουν διὰ μαχαίρας (ἐκ [[μηρία]] τάμνον), ἐτύλισσον δὲ αὐτὰ ἐντὸς διπλῆς πτυχῆς τοῦ ἐπίπλου (κνίσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες), καὶ ἐπέθετον [[προσέτι]] τεμάχια κρέατος ἐπ’ αὐτῶν (ὠμοθέτησαν Ὀδ. Γ. 458, Ἰλ. Α. 461)· [[ταῦτα]] δὲ [[οὕτως]] ἔχοντα ἐτίθεντο ἐπὶ τοῦ βωμοῦ (ἐπὶ [[μηρία]] θέντες Ἀπόλλωνι Ὀδ. Φ. 267, πρβλ. Γ. 179) καὶ ἐκαίοντο (εἴ ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ [[ἔκηα]] Ἰλ. Α. 40, πρβλ. Ὀδ. Δ. 764, κ. ἀλλ.)· [[ἐντεῦθεν]] πίονα [[μηρία]], τὰ μηριαῖα ὀστᾶ [[μετὰ]] τοῦ στέατος τοῦ ἐπιπλόου (ἐν Θεοκρ. 17. 126, πιανθέντα· παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 496, κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά), ἀνθ’ οὗ ἐν Ἰλ. Θ. 240, ὑπάρχει δημὸν καὶ [[μηρία]]· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 335, Θέογν. 1145, ἀγλαὰ [[μηρία]], δύνανται νὰ [[εἶναι]] τὰ παχέα τῶν μηρῶν ὀστᾶ, ἐκτὸς ἂν τὸ ἀγλαὸς θεωρηθῇ [[ἁπλῶς]] ὡς γενικὸν ἐπίθ.· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[κηκὶς]] μηρίων Σοφ. Ἀντ. 1008· τῶν μηρίων ἡ [[κνῖσα]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 193, πρβλ. 1517. Ἡ ἀρχὴ τοῦ ἐθίμου τούτου λέγεται ὅτι εὕρηται ἐν Ἡσ. Θ. 535 κἑξ., 556. ― Ἡ [[διάκρισις]], ἣν ἐποίουν οἱ ἀρχαῖοι Γραμματ. μεταξὺ τοῦ [[μηρία]], τὰ ὀστᾶ τῶν μηρῶν, καὶ τοῦ μηροί, αὐτοὶ οἱ μηροὶ [[μετὰ]] τῶν σαρκῶν, κτλ. (ὅρα Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. [[μηρία]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 40), ὑπεστηρίχθη ὑπὸ τοῦ Voss ἐν Mythol. Briefe, 2. 303-322. Ἀλλ’ ὁ Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἀντ. 997 (πρβλ. τὸν αὐτὸν εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 496) δὲν παραδέχεται αὐτὴν καὶ λαμβάνει τὸ [[μηρία]] ὡς σημαῖνον τεμάχια κοπτόμενα ἐκ τῶν κρεάτων τῶν μηρῶν· καὶ ὁ Nitzsch εἰς Ὀδ. Γ. 456 ἐγκρίνει τὴν γνώμην ταύτην παρατηρῶν ὅτι, ἂν καὶ ὁ Ὅμ. λέγει ἀείποτε [[μηρία]] (ἢ [[μῆρα]]) καίειν, [[ὅμως]] ἡ [[φράσις]]: μηροὺς ἐξέταμον, [[εἶναι]] ἐπ’ ἴσης ἐν χρήσει ὡς καὶ τό: ἐκ [[μηρία]] τάμον, Ἰλ. Α. 460, Β. 423, Ὀδ. Μ. 360· ὁ Εὔβουλ. λέγει, τοῖς θεοῖσι... μηρόν... θύετε, ἐν Ἀδήλ. 18. ΙΙ. = μηροί, τὰ «μηρ~ιά», μόνον ἐν Βίωνι 1. 84.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηρία]], τὰ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μερί]].
}}
}}