μητροδίδακτος: Difference between revisions

25
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητροδίδακτος''': -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.
|lstext='''μητροδίδακτος''': -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς [[ἑαυτοῦ]] μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητροδίδακτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διδαχθεί από τη [[μητέρα]] του<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μητροδίδακτος]]<br />[[παρωνύμιο]] του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς [[μητροδίδακτος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δίδακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διδάσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-<i>δίδακτος</i>, <i>πατρο</i>-<i>δίδακτος</i>].
}}
}}