3,277,055
edits
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ. | |lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |||
}} | }} |