μίξοφρυς: Difference between revisions

25
(6_22)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίξοφρυς''': υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ [[μέσον]], «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.
|lstext='''μίξοφρυς''': υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ [[μέσον]], «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.
}}
{{grml
|mltxt=-υ (Α [[μίξοφρυς]] και [[μείξοφρυς]], -υ)<br />αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, [[σμιχτοφρύδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέσο]]-<i>φρυς</i>)].
}}
}}