3,274,194
edits
(6_18) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226. | |lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισοΐδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴδιοι</i> «συγγενείς»]. | |||
}} | }} |