μισοΐδιος: Difference between revisions

25
(6_18)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
|lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
}}
{{grml
|mltxt=[[μισοΐδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴδιοι</i> «συγγενείς»].
}}
}}