μολυβδωτός: Difference between revisions

25
(6_11)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.
|lstext='''μολυβδωτός''': -ή, -όν, κεκαλυμμένος ἢ κεκολλημένος διὰ μολύβδου, περιδεδεμένος διὰ μολύβδου, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[μολυβδωτός]], -ή, -όν) [[μολυβδώνω]]<br />αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο κατασκευασμένος από μόλυβδο.
}}
}}