μονοκοίλιος: Difference between revisions

25
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκοίλιος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κοιλίαν, ἕνα μόνον στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 1 κ.ἑξ., 4. 1, 4.
|lstext='''μονοκοίλιος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον κοιλίαν, ἕνα μόνον στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 18, π. Ζ. Μορ. 3. 15, 1 κ.ἑξ., 4. 1, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονοκοίλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει έναν μόνο στόμαχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοιλία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σκληρο</i>-<i>κοίλιος</i>].
}}
}}