μικρώνυμος: Difference between revisions

25
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκρώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ἔχων μικρὸν [[ὄνομα]], Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100.
|lstext='''μῑκρώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ἔχων μικρὸν [[ὄνομα]], Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 100.
}}
{{grml
|mltxt=[[μικρώνυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή [[ονομασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. χ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}