3,271,364
edits
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος. | |||
}} | }} |