νεοπευθής: Difference between revisions

26
(6_7)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοπευθής''': -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.
|lstext='''νεοπευθής''': -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοπευθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έγινε [[γνωστός]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πεύθω]] «πληροφορούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πευθής</i>].
}}
}}