3,274,921
edits
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυχθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, [[ὅμοιος]] πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., [[δύσπνοια]], Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = [[μυχθισμός]]. | |lstext='''μυχθώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἐν εἴδει μυχθισμοῦ, [[ὅμοιος]] πρὸς στενάζοντα, πνεύματα μ., [[δύσπνοια]], Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 203, πρβλ. 206· ὡς ἐκ τοῦ μύχθος = [[μυχθισμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυχθώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με στεναγμό, με βόγγο («πνεύματα μυχθώδη» — αναπνοές όμοιες με στεναγμό, με [[βογγητό]], [[δύσπνοια]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μυχθίζω]]. | |||
}} | }} |