3,277,055
edits
(6_18) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠροφόρος''': -ον, ὁ φέρων μύρα, [[Πολυδ]]. Ι΄, 119, Ἐκκλ. | |lstext='''μῠροφόρος''': -ον, ὁ φέρων μύρα, [[Πολυδ]]. Ι΄, 119, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[μυροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[μύρο]] ή που παράγει ή εμπεριέχει [[μύρο]], [[ευώδης]], [[μυροβόλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ Μυροφόροι</i> και <i>οι Μυροφόρες</i><br /><b>εκκλ.</b> οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες [[μετά]] την [[ταφή]] του πήγαν να αλείψουν το [[σώμα]] του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το [[μήνυμα]] της Ανάστασης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μυροφόρα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |||
}} | }} |