νάρκισσος: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />narcisse, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt, pê [[νάρκη]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />narcisse, <i>fleur</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê emprunt, pê [[νάρκη]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νάρκισσος]], ό Α σπαν. και [[νάρκισσος]], ἡ)<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ποωδών πολυετών και διακοσμητικών [[φυτών]] της οικογένειας τών αμαρυλλιδών, του οποίου ορισμένα είδη [[είναι]] γνωστότερα στην [[Ελλάδα]] με τις κοινές ονομασίες [[ζαμπάκι]], [[μανουσάκι]], βούτσινο, γκρίζο, ίτσο<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>Νάρκισσος</i><br /><b>μυθολ.</b><br />όνομα μυθικού ωραίου νέου που περιφρονούσε τον έρωτα, όταν [[ὅμως]] είδε το πρόσωπό του στο [[νερό]] μιας πηγής ερωτεύθηκε τον εαυτό του και, απελπισμένος από το [[πάθος]] του, αυτοκτόνησε<br /><b>2.</b> ωραιότατος και, κατ' επέκτ., [[εγωλάτρης]], [[εγωκεντρικός]], [[εγωπαθής]] [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. -<i>ισσος</i> οδηγεί στο [[συμπέρασμα]] ότι πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η αρχαία [[σύνδεση]] του με το [[νάρκη]] οφείλεται [[μάλλον]] σε λαϊκή [[παρετυμολογία]], λόγω της κατευναστικής φαρμακευτικής ιδιότητας του φυτού].
}}
}}