μυριόπους: Difference between revisions

26
(6_14)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόπους]], -ουν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πούς]].
}}
}}