ξενιστής: Difference between revisions

27
(6_19)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ξενίζων, φιλοξενῶν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 52, Θ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Β΄, 398, κτλ.
|lstext='''ξενιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ξενίζων, φιλοξενῶν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 4. 52, Θ. Προδρ. κατὰ Ροδ. καὶ Δοσικλ. Β΄, 398, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ξενιστής]]) [[ξενίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(βιολ.-ιατρ.) α) [[οργανισμός]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] στον οποίο ζει [[ένας]] [[άλλος]] [[οργανισμός]] ως [[παράσιτο]] ή ως το κατ' εξοχήν επωφελούμενο [[μέλος]] μιας συμβιωτικής σχέσης [[μεταξύ]] τους<br />β) [[πειραματόζωο]], [[ιδίως]] στο [[στάδιο]] του εμβρύου, στο οποίο έχει μεταμοσχευθεί ένα [[μόσχευμα]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φιλοξενεί κάποιον.
}}
}}