νομάζω: Difference between revisions

27
(6_5)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομάζω''': βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950˙ - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.
|lstext='''νομάζω''': βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950˙ - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.
}}
{{grml
|mltxt=[[νομάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ποιμένες) [[βγάζω]] τα πρόβατα για [[βοσκή]], [[βόσκω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομάζομαι</i><br />(για ποίμνια) [[βόσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομός]] / [[νομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>].
}}
}}