νυσταλέος: Difference between revisions

27
(6_4)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυστᾰλέος''': -α, -ον, ὁ νυστάζων, [[ὑπνηλός]], Ἡσύχ.
|lstext='''νυστᾰλέος''': -α, -ον, ὁ νυστάζων, [[ὑπνηλός]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[νυσταλέος]], -α, -ον)<br />αυτός που κατέχεται από [[νύστα]], [[υπναλέος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νωθρός]], [[αδρανής]], κοιμισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[νύσταλος]], [[κατά]] το [[υπναλέος]]].
}}
}}