ξυλικός: Difference between revisions

1,085 bytes added ,  29 September 2017
27
(6_10)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλικός''': -ή, -όν, ([[ξύλον]]) ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], [[ὅμοιος]] πρὸς [[ξύλον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 14, 4˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, Ἀρτεμίδ. 2. 37˙ ξ. ὕλη, [[ξυλεία]], ξυλική, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454.
|lstext='''ξῠλικός''': -ή, -όν, ([[ξύλον]]) ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], [[ὅμοιος]] πρὸς [[ξύλον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 14, 4˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, Ἀρτεμίδ. 2. 37˙ ξ. ὕλη, [[ξυλεία]], ξυλική, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλικός]], -ή, -όν) [[ξύλον]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ξυλική]]<br />ξύλα που λαμβάνονται από [[υλοτομία]] του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια [[άλλη]] [[εργασία]], η [[ξυλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]] ή όμοιος με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυλικόν</i><br />α) σανιδωτό [[βήμα]], [[ανάβαθρο]]<br />β) ξύλινο [[περίφραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[μονοπώλιο]] της ξυλείας ή, κατ' [[άλλη]] [[ερμηνεία]], γη κατάφυτη από δένδρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυλικὸς [[καρπός]]» — ο [[καρπός]] τών δένδρων<br />β) «ξυλικὴ ὕλη» — η [[ξυλεία]].
}}
}}