νουσολύτης: Difference between revisions

27
(6_3)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νουσολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ νόσου ἀπαλλάτων, [[Παιάν]] Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1026.
|lstext='''νουσολύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀπὸ νόσου ἀπαλλάτων, [[Παιάν]] Ἑλλην. Ἐπιγρ. 1026.
}}
{{grml
|mltxt=[[νουσολύτης]] και [[νοσολύτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που γιατρεύει, που απαλλάσσει από [[αρρώστια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νοῦσος]] / [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>χρησμο</i>-[[λύτης]], <i>ωδινο</i>-[[λύτης]]].
}}
}}