ξύρισμα: Difference between revisions

27
(6_22)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
|lstext='''ξύρισμα''': τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξούρισμα]], το (Μ [[ξύρισμα]]) [[ξυρίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόψιμο]] τών τριχών του σώματος, και [[ιδίως]] του προσώπου, με [[ξυράφι]] ώς το [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενόχληση]] κάποιου με άσκοπη [[φλυαρία]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[φύσημα]] παγερού ανέμου, [[ιδίως]] βοριά.
}}
}}