ὁμόδαις: Difference between revisions

28
(6_14)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόδαις''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὁμοῦ]] εὐωχούμενος, [[ὁμοτράπεζος]], Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf.
|lstext='''ὁμόδαις''': ὁ, ἡ, ὁ [[ὁμοῦ]] εὐωχούμενος, [[ὁμοτράπεζος]], Χοιροβοσκ. 176, 206 Gaisf.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμόδαις]], -δαιτος, ὁ, ἡ (Μ)<br />αυτός που τρώει [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίς]], [[δαιτός]] «[[μερίδα]] φαγητού, [[γεύμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αβρό</i>-[[δαις]])].
}}
}}