3,270,824
edits
(6_18) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύμωρος''': -ον, ὁ κατ’ ὀξὺν τρόπον [[μωρός]]· ― τὸ ὀξύμωρον, [[λόγος]] εὐφυὴς ὀξύτερος γινόμενος καθ’ ὅσον φαίνεται [[ἀνόητος]] ἢ [[παράδοξος]], οἷα τὰ παρὰ Λατίνοις insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Γραμμ. ― [[Κατὰ]] Ζηκίδην (ἐν Λεξ. Χρηστ.) «ὀξύμωρον [[σχῆμα]] τὸ συνιστάμενον ἐκ τῆς ἑνώσεως δύο ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν ὡς «σπεῦδε βραδέως», καὶ τὸ δημῶδες «μέσα ’ς τὰ χιόνια καίομαι καὶ ’ς τὴ φωτιὰ μαργώνω». | |lstext='''ὀξύμωρος''': -ον, ὁ κατ’ ὀξὺν τρόπον [[μωρός]]· ― τὸ ὀξύμωρον, [[λόγος]] εὐφυὴς ὀξύτερος γινόμενος καθ’ ὅσον φαίνεται [[ἀνόητος]] ἢ [[παράδοξος]], οἷα τὰ παρὰ Λατίνοις insaniens sapientia, strenua inertia, splendide mendax, Γραμμ. ― [[Κατὰ]] Ζηκίδην (ἐν Λεξ. Χρηστ.) «ὀξύμωρον [[σχῆμα]] τὸ συνιστάμενον ἐκ τῆς ἑνώσεως δύο ἀντιφατικῶν ἐννοιῶν ὡς «σπεῦδε βραδέως», καὶ τὸ δημῶδες «μέσα ’ς τὰ χιόνια καίομαι καὶ ’ς τὴ φωτιὰ μαργώνω». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀξύμωρος]], -ον)<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] έντονο τρόπο [[φαινόμενος]] [[μωρός]], ο φαινομενικά [[ανόητος]], [[αλλά]] στην [[πραγματικότητα]] [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οξύμωρο [[σχήμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο συνάπτονται έννοιες αντιφατικές, που αποκλείουν η μία την [[άλλη]] φαινομενικά, [[αλλά]] εκφράζουν στην [[ουσία]] τους [[κάτι]] το [[λογικό]], όπως λ.χ. <i>σπεύδε βραδέως</i>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οξυμώρως</i><br />με οξύμωρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μωρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δριμύ</i>-<i>μωρος</i>)]. | |||
}} | }} |