μυρσινοειδής: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρσινος]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />semblable au myrte.<br />'''Étymologie:''' [[μύρσινος]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[μυρσινοειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] όμοιος με τη [[μυρσίνη]]<br /><b>2.</b> (για [[χειρουργική]] [[τομή]]) αυτή που έχει [[σχήμα]] φύλλου μυρσίνης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μυρσινοειδή</i><br /><b>βοτ.</b> [[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]], αλλ. [[μυρσινίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυρσινοειδές</i><br />η [[κληματίδα]], το [[κλαδί]] της κληματαριάς. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυρσινοειδῶς</i> (ΑΜ)<br />με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. [[εκτομή]] σε [[σχήμα]] και [[μέγεθος]] φύλλου μυρσίνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρσινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}