μῶνυξ: Difference between revisions

1,351 bytes added ,  29 September 2017
26
(Autenrieth)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=υχος: according to the ancients, [[single]]-hoofed, [[solid]]-hoofed ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), epith. of horses (as opp. to the [[cloven]]-footed [[cattle]]). (Il. and Od. 15.46.)
|auten=υχος: according to the ancients, [[single]]-hoofed, [[solid]]-hoofed ([[μόνος]], [[ὄνυξ]]), epith. of horses (as opp. to the [[cloven]]-footed [[cattle]]). (Il. and Od. 15.46.)
}}
{{grml
|mltxt=[[μῶνυξ]], -υχος, ὁ, ἡ, τὸ (Α)<br />(για ζώα) [[μονώνυχος]], που έχει ένα μόνο [[νύχι]], μία [[οπλή]] σε [[κάθε]] [[πόδι]] (α. «μώνυχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μώνυχες ὗες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύμφωνα με την παλαιότερη ετυμολόγηση, η λ. [[μῶνυξ]] <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)-<i>ονυξ</i>, με ανομοιωτική [[προβολή]] του -<i>ν</i>- και [[συναίρεση]]. Σήμερα έχει επικρατήσει η [[άποψη]] ότι η λ. ανάγεται σε <i>σμ</i>-<i>ῶνυξ</i>, που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ( <i>sm</i>-) της ΙΕ ρίζας <i>sem</i>- «[[ένας]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μία</i>) και τη λ. [[ὄνυξ]], <i>ὄνυχος</i>, άρα <i>σμ</i>-<i>ῶνυξ</i> «με ένα [[νύχι]]». Η παλαιότερη [[άποψη]] δεν γίνεται [[δεκτή]] [[κυρίως]] [[γιατί]] η λ. [[είναι]] πολύ [[παλιά]] και η λ. [[μόνος]] ως α' συνθετικό (<i>μονο</i>-) μαρτυρείται αργότερα].
}}
}}