3,277,019
edits
(6_11) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναρκωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5. | |lstext='''ναρκωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[ναρκωτικός]], -ή, -όν) [[ναρκώνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[νάρκωση]], που προκαλεί [[αναισθησία]], [[αναισθητικός]] («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη [[κίνηση]] για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ναρκωτικά</i><br />α) τοξικές ουσίες που προκαλούν [[εξασθένηση]], [[διαστροφή]] ή και πλήρη [[αδράνεια]] τών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και [[εξάρτηση]]<br />β) <b>ιατρ.</b> φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν [[αναισθησία]] απαραίτητη για την [[εκτέλεση]] χειρουργικής επέμβασης. | |||
}} | }} |