μῶδιξ: Difference between revisions

456 bytes added ,  29 September 2017
26
(6_10)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῶδιξ''': ἡ, = σμῶδιξ.
|lstext='''μῶδιξ''': ἡ, = σμῶδιξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μῶδιξ]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σμῶδιξ]]», [[πρήξιμο]] από [[χτύπημα]], [[μώλωπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[σμῶδιξ]]<br />[[φλέψ]], [[φλυκτίς]] (<b>Ησύχ.</b>), με σίγηση του αρκτικού -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σμικρός]]: [[μικρός]])].
}}
}}