νείφω: Difference between revisions

1,498 bytes added ,  29 September 2017
26
(SL_2)
(26)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νείφω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[snow]] met. χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον [[θεῶν]] (Schr.: νίφοντα codd.: [[ἰδίως]] λέγει τὸν [[Δία]] ὗσαι χρυσόν, ἡνίκ' ἐμίγνυτο Ἀλκμήνῃ Σ.) (I. 7.5)
|sltr=[[νείφω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[snow]] met. χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον [[θεῶν]] (Schr.: νίφοντα codd.: [[ἰδίως]] λέγει τὸν [[Δία]] ὗσαι χρυσόν, ἡνίκ' ἐμίγνυτο Ἀλκμήνῃ Σ.) (I. 7.5)
}}
{{grml
|mltxt=[[νείφω]] (Α)<br /><b>1.</b> (συν. ως απρόσ. και σπαν. ως προσ.) <i>νείφει</i><br />χιονίζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] σαν [[βροχή]], σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] («θεὸς νείφει τροφὰς ἀπ' οὐρανοῡ» Φίλ.)<br /><b>3.</b> (και το μέσ. ως ενεργ.) <i>νείφομαι</i><br />[[χιονίζω]], [[πέφτω]] σαν [[χιόνι]] («νιφάδος νειφομένας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> (το παθ.) βρέχομαι («σκεῡος ξύλινον νειφήσεται ὕδατι καὶ καθαρὸν ἔσεται», ΠΔ)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>νείφομαι</i><br />α) χιονίζομαι, καλύπτομαι από [[χιόνι]]<br />β) <b>μτφ.</b> ασπρίζουν τα μαλλιά μου («ὣς [[αὖτις]] πολιῷ γήραϊ νειφόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ νειφόμενον</i><br />το [[μάννα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sneig</i><sup>w</sup><i>h</i>-. Συνδέεται με ΙΕ τ. όπως αβεστ. <i>sna</i><i>ē</i><i>za</i>- αρχ. άνω γερμ. <i>snĩwit</i>, αγγλ. <i>snow</i>, λατ. <i>nΐvit</i>, όλα με σημ. «χιονίζει»].
}}
}}