νεκυηδόν: Difference between revisions

26
(6_7)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκυηδόν''': Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν [[σῶμα]], ὡς [[λείψανον]], Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
|lstext='''νεκυηδόν''': Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν [[σῶμα]], ὡς [[λείψανον]], Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκυηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σαν νεκρό [[σώμα]], σαν [[λείψανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κυκλ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>λυκ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
}}