νεοδαμώδης: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />nouvellement admis parmi le peuple, <i>càd</i> au nombre des citoyens.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δᾶμος]] <i>dor. c.</i> [[δῆμος]].
|btext=ης, ες :<br />nouvellement admis parmi le peuple, <i>càd</i> au nombre des citoyens.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[δᾶμος]] <i>dor. c.</i> [[δῆμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοδαμώδης]], -ῶδες (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έγινε [[πολίτης]] της Σπάρτης πρόσφατα<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. ως ουσ.) <i>oἱ νεοδαμώδεις</i><br />είλωτες που λόγω ανδραγαθίας στη [[μάχη]] ή και για άλλες σπουδαίες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην [[πολιτεία]] τών Λακεδαιμόνων έγιναν απελεύθεροι («τοὺς εἰς ἐλευθερίαν τῶν εἱλώτων ἀφιεμένους οἱ Λακεδαιμόνιοι νεοδαμώδεις καλοῡσιν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δᾱμώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δῆμος]] / <i>δᾱμος</i>)].
}}
}}