νέμω: Difference between revisions

8,392 bytes added ,  29 September 2017
26
(SL_2)
(26)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νέμω]] (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. [[νέμομαι]], -εαι, -ονται: -όμενος.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[act]]., [[watch]] ([[over]]), [[keep]] ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει [[βασιλεύς]] (P. 3.70) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med., [[cultivate]], [[inhabit]] “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς [[ἀπούρας]] ἁμετέρων τοκέων [[νέμεαι]]” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. [[dwell]], [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) [[τῶν]] μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[direct]], [[place]] (sc. parts of the [[body]]) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν [[πόδα]] νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: [[with]] [[which]] N. gave [[full]] [[rein]] ) (I. 2.22) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[hand]] [[out]], [[dispense]] of gods ὃ (sc. [[Ἀπόλλων]]) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει, [[Ζεὺς]] ὁ πάντων [[κύριος]] (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς [[ὄλβος]] ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med. [[spend]], [[pass]] ([[time]]) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. [[pap]]., i. e. v. l. [[νέομαι]]?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)
|sltr=[[νέμω]] (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. [[νέμομαι]], -εαι, -ονται: -όμενος.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[act]]., [[watch]] ([[over]]), [[keep]] ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, [[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων (O. 2.12) τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας) ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων (O. 10.13) Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων (O. 13.27) εἰ δέ [[τις]] [[ἔνδον]] νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards (I. 1.67) abs. ὃς Συρακόσσαισι νέμει [[βασιλεύς]] (P. 3.70) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med., [[cultivate]], [[inhabit]] “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς [[ἀπούρας]] ἁμετέρων τοκέων [[νέμεαι]]” (P. 4.150) met. ἐξαίρετον Χαρίτων [[νέμομαι]] κᾶπον (O. 9.27) κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται (N. 3.82) abs. [[dwell]], [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν (P. 11.55) [[τῶν]] μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) (I. 9.4) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[direct]], [[place]] (sc. parts of the [[body]]) (Ἀλκιμίδας) ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν [[πόδα]] νέμων (N. 6.15) (χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: [[with]] [[which]] N. gave [[full]] [[rein]] ) (I. 2.22) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[hand]] [[out]], [[dispense]] of gods ὃ (sc. [[Ἀπόλλων]]) καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' [[ἄνδρεσσι]] καὶ γυναιξὶ νέμει (P. 5.64) [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει, [[Ζεὺς]] ὁ πάντων [[κύριος]] (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) (I. 5.52) met. ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς [[ὄλβος]] ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (P. 5.55) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> med. [[spend]], [[pass]] ([[time]]) ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα (O. 2.66) ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. [[pap]]., i. e. v. l. [[νέομαι]]?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) (Pae. 6.176)
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νέμω]])<br /><b>1.</b> [[διαμοιράζω]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]], [[απονέμω]] («[[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ' ἐννόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νέμομαι</i><br />[[κατέχω]] [[κάτι]] και το [[εκμεταλλεύομαι]] για δική μου [[ωφέλεια]], καρπώνομαι, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]] («περὶ τῶν ἐν τῇ [[ἀντιπέρας]] Θράκῃ ἐμπορίων καὶ τοῡ μετάλλου ἃ ἐνέμοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[καταστρέφω]], [[αφανίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατοικώ]], [[ενοικώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]], [[προσφέρω]] («τὸν πατρὸς φόνον πράξαντα μητρὸς μηδαμοῡ τιμὰς νέμειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατανέμω]] («ἐκ τῆς φυλῆς ἑκάστης νενεμημέναι τριττύες τρεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω, [[κατέχω]] («[[ἕδος]] Ὀλύμπου νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]] («καὶ τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αποδίδω]] σε κάποιον ή [[κάτι]] μία [[ιδιότητα]] («τὸν.. Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] («φίλον σ' ἐγὼ μέγιστον Ἀργείων [[νέμω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εκλέγω]] («τῶν ἀθλητῶν τους γε μὴ νενεμημένους... εἰς τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>8.</b> [[απαγγέλλω]] από [[χειρόγραφο]]<br /><b>9.</b> (για ποιμένα) [[οδηγώ]] ζώα για [[βοσκή]], [[βόσκω]], [[συντηρώ]], [[περιποιούμαι]] ζώα («χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῡν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>10.</b> (σχετικά με [[τόπο]]) [[χρησιμοποιώ]] για [[βοσκή]] («ἐθέλοιτ' ἂν ἐᾱν νέμειν ταῡτα τοὺς Ἀρμενίους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[παραδίδω]] [[πόλη]] στη [[φωτιά]]<br /><b>12.</b> (για δικαστή) [[προσδιορίζω]] ως [[ποινή]] («θάνατον νέμειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (για [[τόπο]]) κατοικούμαι<br />β) (για [[πόλη]]) βρίσκομαι, [[είμαι]] κτισμένος [[κάπου]] («πόλεις μὲν αὗται, αἳ τὸν Ἄθων νέμονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (για χρόνο) [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br />δ) (με επίρρ.) ζω, [[περνώ]] τη ζωή μου με έναν τρόπο («ἡσυχᾷ νεμόμενος», <b>Πίνδ.</b>)<br />ε) (για ζώο) [[βγαίνω]] για [[βοσκή]], τρέφομαι από το [[χόρτο]] που βρίσκεται [[πάνω]] στο [[έδαφος]], [[βόσκω]]<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) [[τρώγω]]<br />ζ) (για τη [[φωτιά]]) [[κατακαίω]] («ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] [[ὥστε]] τὰ [[περιέσχατα]] νεμομένου τοῡ [[πυρός]]» <br />η) (γενικά) [[κατατρώγω]] («τὸ ψεῡδος... νέμεται τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br />θ) (για [[έλκος]], [[γάγγραινα]], [[οίδημα]]) εξαπλώνομαι, επεκτείνομαι<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νέμω]] ἰσχύν τινι» — έχω [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] ή σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον<br />β) «[[νέμω]] γλῶσσαν» — [[χρησιμοποιώ]] τη [[γλώσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νέμω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>nem</i>- «[[παρέχω]], [[χορηγώ]], [[μοιράζω]], [[διανέμω]]» και «[[παίρνω]] υπό την [[κατοχή]] μου» και εμφανίζει τις [[εξής]] μεταπτωτικές βαθμίδες: την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νομ</i>-) στα [[νόμος]], [[νομή]] και την εκτεταμένη - ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>νωμ</i>-) στα νωμῶ, [[νωμήτωρ]]. Το ρ. εμφανίζει και δισύλλαβη [[μορφή]] θέματος: <i>νεμε</i>- στα [[νέμεσις]], [[νεμέτωρ]] (<b>πρβλ.</b> <i>γενε</i>-<i>τωρ</i>, <i>γένε</i>-<i>σις</i>) και <i>νεμη</i>- στα <i>νεμη</i>-<i>της</i>, <i>νέμη</i>-<i>σις</i>. Η [[ρίζα]] <i>nem</i>- εμφανίζεται και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες: γερμ. <i>nehmen</i> «[[παίρνω]]», γοτθ. <i>arbi</i>-<i>numja</i> «[[κληρονόμος]]», λιθουαν. <i>nuoma</i> «[[ενοίκιο]], [[μίσθωμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>νωμῶ</i>) και πιθ. αρχ. ινδ. <i>namati</i>. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το λατ. <i>numerus</i> παραμένει αμφίβολη. Η αρχική σημ. του ρήματος ήταν «[[διανέμω]], [[προσφέρω]] [[κάτι]] βάσει νομικών κριτηρίων» και «[[κατέχω]]» με την [[έννοια]] τών νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Η σημ. του [[νέμω]] διαφέρει από [[εκείνη]] τών [[δαίομαι]] / [[δατέομαι]] «[[χωρίζω]], [[μοιράζω]]» στα κριτήρια βάσει τών οποίων γίνεται η [[διανομή]]. Στη [[μέση]] [[φωνή]] το ρ. από τη σημ. «[[παίρνω]] [[μερίδιο]]» πέρασε στη σημ. του «τρέφομαι» και εξελίχθηκε σε [[εκείνη]] του «[[εκμεταλλεύομαι]], [[επωφελούμαι]], [[κατοικώ]]». Η [[ίδια]] σημ. «[[κατέχω]], [[κατοικώ]], [[διευθύνω]], [[κυβερνώ]]» εμφανίζεται και στην ενεργ. [[φωνή]] (<b>πρβλ.</b> και τη δισημία της ρίζας <i>nem</i>-). Στην ενεργ. [[φωνή]], [[τέλος]], το ρ. εμφανίζει δύο [[ακόμη]] ειδικές σημασίες: α) «[[βόσκω]]», που περιορίζει την [[έννοια]] της διανομής στην [[έννοια]] της βοσκής (για ποιμένα), απ' όπου στη [[μέση]] [[φωνή]] η σημ. «[[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]]» και μεταφορικά «[[καταστρέφω]], εξαπλώνομαι προκαλώντας [[βλάβη]]» (για [[φωτιά]] και για [[έλκος]]) και β) «[[εκλαμβάνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] αληθινό», με την [[έννοια]] ότι στηρίζομαι στην [[αλήθεια]], [[γνωρίζω]] και [[ελέγχω]] τα [[πάντα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νέμεσις]], [[νέμησις]], [[νομή]], [[νόμος]], [[νομός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νεμέτωρ]], [[νέμημα]], [[νεμητής]], [[νωμώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[απονέμω]], [[διανέμω]], [[κατανέμω]], [[προσαπονέμω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανανέμω]], <i>εγκατανέμω</i>, [[εκνέμω]], [[εναπονέμω]], [[εννέμω]], [[επιδιανέμω]], [[επινέμω]], [[παρανέμω]], [[προνέμω]], [[προσδιανέμω]], [[προσεπινέμω]], [[προσκατανέμω]], [[προσνέμω]], [[συγκατανέμω]], [[συνδιανέμω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αναδιανέμω</i>].
}}
}}