3,277,050
edits
(6_10) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεφρικός''': -ή, -όν, = [[νεφριτικός]], Διοσκ. 1, 5. | |lstext='''νεφρικός''': -ή, -όν, = [[νεφριτικός]], Διοσκ. 1, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νεφρικός]], -ή, -όν) [[νεφρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νεφρική [[ανεπάρκεια]]»<br /><b>ιατρ.</b> παθολογική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που παράγονται [[κατά]] τον μεταβολισμό<br />β) «[[νεφρικός]] [[αδένας]]»<br /><b>ζωολ.</b> ο [[πρωτόγονος]] [[νεφρός]] τών [[μαλακίων]]<br />γ) «νεφρικές αρτηρίες» — δύο κλάδοι της κοιλιακής αορτής που εισέρχονται στους νεφρούς και φέρνουν [[αίμα]] σε αυτούς<br />δ) «νεφρικοί κάλυκες» — ινομυώδεις προσεκβολές της νεφρικής πυέλου [[προς]] το νεφρικό [[παρέγχυμα]] για τη [[συγκέντρωση]] τών ούρων στην πύελο<br />ε) «νεφρική [[φλέβα]]» — [[αγγείο]] που απάγει το [[αίμα]] από τον [[νεφρό]]<br />στ) «νεφρικό [[πλέγμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύμπλεγμα]] κλάδων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εξαπλώνεται και νευρώνει τους νεφρούς και τα εξαρτήματά τους<br />ζ) «νεφρική [[πύελος]]» — [[κοιλότητα]] που σχηματίζεται από [[διεύρυνση]] του ουρητήρα [[μέσα]] στη νεφρική [[ουσία]]<br />η) «νεφρικό συλλεκτικό [[σωληνάριο]]»<br /><b>βιολ.</b> καθένα από τα επιμήκη σωληνάρια τών νεφρών που συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τα [[ούρα]] από τους νεφρώνες σε μεγαλύτερους αγωγούς οι οποίοι εκβάλλουν, με τους νεφρικούς κάλυκες, στη νεφρική πύελο και μέσω του ουρητήρα οδηγούν τα [[ούρα]] στην ουροδόχο [[κύστη]], αλλ. [[αγωγός]] του Μπελίνι<br />θ) «νεφρικό [[σωληνάριο]]»<br /><b>βιολ.</b> σωληνοειδές [[τμήμα]] του νεφρώνα το οποίο αποτελείται από [[τέσσερα]] διαδοχικά μέρη, ένα από τα οποία [[είναι]] τα συλλεκτικά νεφρικά σωληνάρια<br /><b>μσν.</b><br />(για [[φυτό]]) αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά («[[κορίζιον]] νεφρικόν», Ορνεοσ. αγρ.). | |||
}} | }} |