3,277,048
edits
(T22) |
(27) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); ([[νήπιος]], [[which]] [[see]]); to be a [[babe]] ([[infant]]): [[Hippocrates]]; ecclesiastical writings.) | |txtha=(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); ([[νήπιος]], [[which]] [[see]]); to be a [[babe]] ([[infant]]): [[Hippocrates]]; ecclesiastical writings.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[νηπιάζω]]) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[ενεργώ]] σαν να [[είμαι]] [[νήπιο]], δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, [[παιδιαρίζω]], [[ανοηταίνω]], μωραίνομαι<br /><b>2.</b> έχω την [[απλότητα]], την [[αθωότητα]] νηπίου, μικρού παιδιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως [[νήπιο]] («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)<br /><b>2.</b> (για χριστιανό) [[εισέρχομαι]] για πρώτη [[φορά]] στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας. | |||
}} | }} |